κατάλοιπος

κατάλοιπος
-η, -ο (Α κατάλοιπος, -ον) [καταλείπω]
ο υπόλοιπος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο
1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο
2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)
3. μτφ. βίωμα
αρχ.
ο ένας από τους δύο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάλοιπος — left remaining masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλοιπον — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc sg κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίποις — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπου — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπους — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπων — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλοιπα — κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλοιποι — κατάλοιπος left remaining masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”