κατάλοιπος — left remaining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιπον — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc sg κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίποις — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπου — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπους — κατάλοιπος left remaining masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπων — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλοίπῳ — κατάλοιπος left remaining masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιπα — κατάλοιπος left remaining neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλοιποι — κατάλοιπος left remaining masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] … Dictionary of Greek